ἐπαλείψεις

ἐπαλείψεις
ἐπάλειψις
painting over
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐπάλειψις
painting over
fem nom/acc pl (attic)
ἐπαλείφω
smear over
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπαλείφω
smear over
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • φλουορεσκεΐνη — η, Ν 1. χημ. τετρακυκλική αρωματική οργανική ένωση, πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη, που ανήκει στην οικογένεια τών φθαλεϊνών και είναι γνωστή και ως ρεσορκινολοφθαλεΐνη 2. (φαρμ.) α) κολλύριο με βάση την παραπάνω ένωση, το οποίο χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • αλείπται ή αλείπτες — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες όσους ασχολούνταν με το άλειμμα των αθλητών με λάδι, σκοπός του οποίου ήταν να κάνει τα σώματά τους πιο ευλύγιστα και ευκίνητα. Μετά το λάδι έριχναν πάνω τους και ψιλή σκόνη ή άμμο. Η εργασία αυτή γινόταν πριν και …   Dictionary of Greek

  • στοματίτιδα, μυκητώδης — (Ιατρ.) Φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας, που οφείλεται συνήθως στο μύκητα κάντιντα. Η μ.σ. συναντιέται συχνά στα νεογνά, όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως πτώση της αντίστασης του οργανισμού μετά από μια γενικότερη λοίμωξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”